Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιτηδευμα
ἐπιτήδευμα
-ατος τό
; 1) навык, привычка, обычай; pl. нравы, образ жизни
ex. (τὰ τῆς χώρας ἐπιτηδεύματα Thuc.)
τὰ καθ΄ ἡμέραν ἐπιτηδεύματα Thuc. и κοινὰ ἐπιτηδεύματα Plut. — обычаи и нравы, повседневная жизнь
; 2) занятие
ex. (τέχνη τις ἢ ἄλλο ἐ. Plat.)
καπηλείας ἐπιτηδεύματα Plat. — занятия мелкой торговлей