Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επικρινω
ἐπικρίνω
ἐπι-κρίνω
(ρῑ)
; 1) судить, решать, определять, устанавливать
ex. (τι Plat., Plut. и τι περί τινος Dem.)
τὸ ἐπικρῖνον Arst. — способность суждения;
ἐπέκρινε γενέσθαι τὸ αἴτημα αὐτῶν NT. — он решил, чтобы свершилось согласно их требованию;
ἐπικρίνων ἔφη Plut. — рассудив, он сказал
; 2) избирать, выбирать
ex. (ἐξ ἑαυτῶν ἕνα τὸν ἄριστον Diod.)