Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ευσταθεω
εὐσταθέω
εὐ-στᾰθέω
; 1) пребывать в спокойном состоянии
ex. (εὐσταθοῦν τὸ πέλαγος Luc.; οὐκ εὐσταθοῦσι οἱ ὄρνιθες Plut.)
; 2) находиться в здоровом состоянии
ex. (σῶμα εὐσταθοῦν Plut.)
; 3) быть благосклонным
ex. (ὅταν πολίταις εὐσταθῶσι δαίμονες Eur.)