Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
γειτνιασις
γειτνίασις
γειτνίᾱσις
-εως ἡ
; 1) соседство, близость
ex. (τοῦ ἡλίου Arst.)
; 2) тж. pl. соседи
ex. (τέν γειτνίασιν ἄπιστον παρέχειν, βαρβαρικαὴ γειτνιάσεις Plut.)
; 3) близость, сходство
ex. (κατὰ τέν γειτνίασιν καὴ ὁμοιότητα Arst.)