Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δεμω
δέμω
тж. med. (эп. impf. δέμον, aor. ἔδειμα; pass.: pf. δέδμημαι, 3 л. sing. ἐδέδμητο - эп. тж. δέδμητο)
; 1) строить, сооружать, воздвигать
ex. (θάλαμον, τεῖχος, πύργους ὑψηλούς Hom.; med. οἴκους Hom., ἄστη Plat., οἰκίαν Plut.)
; 2) проводить, прокладывать
ex. (ὁδόν Her.)
; 3) устраивать, возделывать
ex. (ἀνθοῦσαν ἀλωήν HH.)