Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκβαρβαροω
ἐκβαρβαρόω
ἐκ-βαρβᾰρόω
делать варварским ex. (πόλιν τινά Isocr., Plut.); pass. становиться варварским, дичать
ex. (Σικελία ἐκβαρβαρωθεῖσα Plat.; διὰ τὸ ἐκβεβαρβαρῶσθαι ἔρημοι τόποι Polyb.; ἐκβαρβαρωθῆναι τοῖς Περσικοῖς ἔθεσι Plut.)