Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προσανασειω
προσανασείω
προσ-ανασείω
досл. сверх того встряхивать, перен. возбуждать
ex. (προσανασεισθέντες τοῖς τοιούτοις λόγοις Polyb.)
δίκαι τῷ Νασικᾷ προσανεσείοντο Plut. — против Назики возбуждались судебные преследования