Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
πανδεινος
πάνδεινος
πάν-δεινος adj=2 2
; 1) чрезвычайно страшный, ужасный (ἀδικία Plat.; πρᾶγμα Dem.):
πάνδεινα ἡγήσασθαι πεπονθέναι Luc. считать себя страшно обиженным;
; 2) весьма искусный (πολλὰ περὶ τὰς ἀρχὰς διαπονεῖσθαι Plat.; ἐν τοῖς λόγοις ἀγωνιστής Luc.).