Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αναπτυυη
ἀναπτυυή
ἀνα-πτυῠή
поэт. ἀμπτυῠή ἡ преимущ. pl. досл. раскрытие, перен. ширь, простор
ex. (οὐρανοῦ Soph.; αἰθέρος Eur.)
ἡλίου ἀναπτυχαί Eur. — безоблачное сияние солнца;
νῦν ὄμμα τοὐμὸν ἀμπτυχαί τ΄ ἐλεύθεροι Eur. — теперь мне легко смотреть на мир