Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
παρακρινω
παρακρίνω
παρα-κρίνω (ῑ)
располагать рядом, выстраивать
(πεζὸς παρακεκριμένος παρὰ τὸν αἰγιαλόν
Her.
; πλῆθος ἀνθρώπων ἑκατέρωθεν τῆς ὁδοῦ παρακεκριμένων
Plut.
).
шведско-русский словарь
, и язык
латинский словарь
,
чешский словарь
,
грузинский словарь
,
каталог 3d моделей
,