Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταβασις
κατάβασις
κατά-βᾰσις
-εως, Plut. καταβᾰσία ἡ
; 1) схождение вниз, спуск
ex. (ἀπὸ τοῦ ὄρεος Her.)
ὅλην τέν ἡμεραν ἡ ἀνάβασις ἐγένετο καὴ κ. Xen. — подъем (на возвышенность) и спуск заняли весь день
; 2) сошествие
ex. (εἰς Ἅιδου Isocr.)
; 3) спуск, склон
ex. (τοῦ ὄρους NT.)
; 4) переход из глубины страны к побережью
ex. (κ. ἐπὴ θάλασσαν Diod.)
ἐν τῇ ἐξόδῳ τε καὴ καταβάσει Xen. — во время отступления к побережью