Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκπορθμευομαι
ἐκπορθμεύομαι
ἐκ-πορθμεύομαι
; 1) pass. быть увозимым или уезжать на корабле
ex. (ἐκπεπόρθμευται χθονός, sc. Ἑλένη Eur.)
; 2) med. увозить на корабле
ex. (Μενέλαος ἐκπεπόρθμευται χθονός, sc. Ἑλένην Eur.)