Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επινωμαω
ἐπινωμάω
ἐπι-νωμάω
; 1) распределять, раздавать, давать в удел
ex. (τὰ λάχη κατ΄ ἀνθρώπους, κλήρους Aesch.)
ἄλλα ἐπ΄ ἄλλοις ἐπενώμα Ἄρης Soph. — каждому (из «семерых против Фив») Арей уготовил особый удел
; 2) обводить
ex. ὀμμάτων αὐγαῖς ἐ. τι Eur. — озирать что-л.
; 3) приводить, находить
ex. (παιῶνά τινα κακῶν τινι Soph.)