Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
περιβοητος
περιβόητος
περι-βόητος, Anth. περίβωτος adj=2 2
; 1) всем известный, знаменитый (στόλος Thuc.; μέγα καὶ περιβόητον ἔργον Men.);
; 2) пресловутый, скандальный (σύστασις Dem.):
π. γενέσθαι Lys. стать достоянием пересудов;
; 3) крикливый, шумливый (Ἄρης Soph.).