Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
απωθεω
ἀπωθέω
ἀπ-ωθέω
; 1) отодвигать, сдвигать
ex. (ὀχῆας, med. λίθον ὄβριμον Hom.)
; 2) отстранять, отталкивать
ex. (τινα οὐδοῦ, med. τινα Hom.; τι εἰς τὸν ἄνω τόπον Arst.; εἰς τοὔπισθεν ἀπωσθείς Plat.)
; 3) отводить, отдергивать
ex. (ὀμίχλην Hom.)
; 4) med. отбивать, отражать, отгонять
ex. (Τρῶας Hom.; Κορινθίους Thuc.; ὕπνον Soph.; κίνδυνον Plut.)
; 5) сталкивать, сбрасывать, сбивать
ex. (τὰς ἐπάλξεις Thuc.; τινα εἰς τέν θάλασσαν Plut.)
; 6) med. свергать, уничтожать
ex. (δουλοσύνην Her.)
; 7) med. отвергать, отклонять
ex. (ἀργύριον Her.; σπονδάς Thuc.; πικρὰς δόξας περί τινος Plut.)
οὐκ ἀπώσομαι Soph. — я не откажусь
; 8) изгонять
ex. (τινὰ γῆς Soph. или ἐκ γῆς Her.; med. τινα ἐκ μεγάροιο Hom.)