Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μυκτηρ
μυκτήρ
-ῆρος ὁ
; 1) ноздря, pl. тж. нос
ex. (οἱ μυκτῆρες τοῦ ἵππου Her.)
ἡ τῶν μυκτήρων δύναμις Plat. — сила ноздрей, т.е. обоняние
; 2) хобот
ex. (τοῦ ἐλέφαντος Arst.)
; 3) носик
ex. (λαμπάδος Arph.)
; 4) щупальце
ex. (τῶν σηπιῶν Arst.)
; 5) насмешка, издевка
ex. (μ. Σωκρατικός Anth.)