Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προθεσμια
προθεσμία
προ-θεσμία
ἡ (sc. ἡμέρα) юр.
; 1) (назначенный заранее) срок
ex. (ἡ τριετές π. Plat.; ἄχρι τῆς προθεσμίας τινός NT.)
; 2) срок давности
ex. οὐκ οἶμαι οὐδεμίαν τῶν τοιούτων ἀδικημάτων προθεσμίαν εἶναι Lys. — я полагаю, что для подобных преступлений нет срока давности