Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αντιταγμα
ἀντίταγμα
ἀντί-ταγμα
-ατος τό
; 1) выставленное против (кого-л.) войско
ex. (ἀ. κατασκευάζειν ταῖς δυνάμεσιν Diod.; τῇ φάλαγγι τῶν Μακεδόνων Plut.)
; 2) перен. противодействие, средство борьбы
ex. (πρὸς Πλάτωνα Plut.)