Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επερειδω
ἐπερείδω
ἐπ-ερείδω
; 1) упирать
ex. ἐ. τέν διάνοιάν τινι Plut. — целиком посвятить свои мысли чему-л.;
ἐ. ἑαυτόν τινι Plut. — полностью отдаться чему-л.
; 2) med. натягивать, укреплять
ex. (λαίφη προτόνοις Eur.)
; 3) med. упираться, опираться
ex. (βακτηρίαις Arph.; δόρασι Plut.)
; 4) (тж. med. βία ἐ. Plat.) оказывать сопротивление, сопротивляться
ex. (τοῖς ἀντιτεταγμένοις Plut.; med. τορῶς Arph.)
; 5) вдавливать, вонзать
ex. (νείατον ἐς κενεῶνα, sc. ἔγχος Hom.; δάκτυλος ἐπερεισθείς Sext.)
; 6) напрягать
ex. (ἶνα ἀπέλεθρον Hom.)
; 7) воен. бросать в бой
ex. (ὅλην τέν φάλαγγα τοῖς Ῥωμαίοις Plut.)