Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αφαρπαζω
ἀφαρπάζω
ἀφ-αρπάζω
; 1) срывать, сдергивать
ex. (κόρυθα κρατός Hom.; ἄνθος Soph.; τὸν στέφανον Dem.; τέν χλαμύδα Plut.)
; 2) сдирать
ex. (φλοῖον τοῦ ξύλου Xen.)
; 3) хватать, похищать
ex. (τοὺς φθοῖς ἀπὸ τῆς τραπέζης Arph.; τὰ φορτία Plut.)
; 4) убирать прочь, уносить
ex. (οἰνηρὰ τεύχη Eur.)