Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ξυναφιστημι
ξυναφίστημι
συν-αφίστημι
ион. συναπίστημι
; 1) склонять к отпадению
ex. (τοὺς ξυμμάχους Thuc.)
; 2) med. (с aor. 2, pf. и ppf. act.) отлагаться, отпадать
ex. σ. τινί Her., Thuc. — отпадать вместе с кем-л., ἀπό τινος Her. от кого-л.;
οἱ ξυναποστάντες Her. — участники восстания;
τὰ ξυναφεστῶτα χωρία Thuc. — отпавшие территории