Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διασημαινω
διασημαίνω
δια-σημαίνω
; 1) указывать, показывать
ex. (ἀτραπόν τινι Luc.)
οὐκ ἔχω τοῦτο διασημῆναι ἀτρεκέως Her. — этого я не могу определить с достоверностью;
ὅ τι ποιήσοι οὐ διεσήμηνε Xen. — он не указал, что (именно) собирается сделать
; 2) обозначать, отмечать
ex. (οἱ τὰ δίκτυα διασημαίνοντες φελλοί Plut.; δ. τοὺς τὸν ὄλεθρον περιποιοῦντας τόπους Diod.; med. τοὺς τόπους τοιούτοις σημείοις Arst.)
; 3) давать знак
ex. (ταῖς σάλπιγξι τὸν καιρὸν τῆς προσβολῆς Polyb.; τῇ χειρί Plut.)
; 4) med. высказывать одобрение, встречать аплодисментами
ex. (τὸ ῥηθὲν ὡς συμφέρον εἰρημένον Diod.)