Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προγενης
προγενής
προ-γενής
adj.=2 2
старый, древний
ex. (θεοί Soph.; ἐμεῖ ὀλίγον προγενέστερος Hom.)
προγενεστάτη ἁπασῶν HH. — самая старшая из всех;
οἱ προγενέστεροι Arst. — предшественники или предки