Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συνειδος
συνειδός
συν-ειδός
-ότος τό
; 1) совместное знание
ex. ἑκάστῳ τὸ σ. ὑπάρχειν μοι Dem. — (я уверен), что каждому это так же известно, как и мне
; 2) сознание, совесть
ex. ἐλαυνόμενος τῷ συνειδότι τοῦ πράγματος Plut. — движимый совестью