Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταπνιγω
καταπνίγω
κατα-πνίγω
(ῑ)
; 1) сдавливать, сжимать
ex. (τὰς φύσας Arst.)
ἐν τοῖς καταπεπνιγμένοις (sc. τόποις) οἰκεῖν Arst. — жить в помещениях со спертым воздухом
; 2) подавлять, задерживать, останавливать
ex. (τέν αὔξησιν Plut.)
οἱ καταπνιγόμενοι ἄνθρακες Arst. — гаснущие угли;
φωναὴ καταπεπνιγμέναι Arst. — заглушенные звуки;
καταπνιγόμενα ἐν τῷ σώματι ὑγρά Arst. — задерживаемая в теле влага