Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ανασπαστος
ἀνάσπαστος
ἀν-άσπαστος
или ἀνασπαστός adj.=2 2
; 1) оттянутый назад, т.е. отворенный
ex. (πύλη Soph.)
; 2) приведенный насильно
ex. ἀνασπαστόν τινα ποιεῖν εἴσω Arph. — силой притащить кого-л. в дом
; 3) силой уведенный, похищенный
ex. (θυγατέρες καὴ γυναῖκες Plut.)
; 4) переселенный, выселенный
ex. (ἀνάσπαστον ποιεῖν τινα ἐξ Αἰγύπτου и ἐς τέν Ἀσίην Her.)