Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξαιρετως
ἐξαιρέτως
ἐξ-αιρέτως
; 1) особо, по преимуществу
ex. (ἕνα - sc. τὸν Ὅμηρον - τὸν κράτιστον ἐ. ποιητέν καλοῦμεν Plut.)
; 2) главным образом, большей частью, преимущественно
ex. (ζῷά τινα καὴ ἐ. ἕλμινθες Arst.)