Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διασῳζω
διασῴζω
δια-σῴζω
реже med.
; 1) спасать ex. (τέν πόλιν Eur.; τὰς νέας Her.; τινὰ κινδυνεύοντα Plut.), благополучно выводить
ex. (τινὰ ἐκ κινδύνων Isocr. и ἐξ ἀπορίας Plat.)
διασωθῆναι εἰς Συρακούσας Plut. — благополучно добраться в Сиракузы;
ἄξιος ἐπιμεληθῆναι ὅπως διασωθῇ Xen. — заслуживающий того, чтобы позаботиться о нем и спасти его
; 2) сохранять, хранить
ex. (τέν πίστιν τινί Xen.; τέν δόξαν Lys.; τὰ παλαιά Isocr.; τοὺς παλαιοὺς κλήρους Arst.)
δ. τὸν εἰκότα μῦθον Plat. — сохранить правдоподобность рассказа
; 3) приберегать
ex. (τι εἰς μεγίστους κινδύνους Xen.)
; 4) хранить в памяти, блюсти
ex. (τὰ πατρῷα στρατηγήματα Xen.)
; 5) препровождать под охраной
ex. (τινὰ πρός τινα NT.)