Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαπεραιοω
διαπεραιόω
δια-περαιόω
; 1) перевозить, переправлять
ex. (τοὺς στρατιώτας Plut.)
τὸ πέλαγος διεπεραιώθη ἀσφαλῶς μεγάλῳ στόλῳ Plut. — большой флот благополучно переплыл море
; 2) med.-pass. переправляться, переезжать
ex. (διαπεραιώσασθαι πελάγη Plat.)
διαπεραιωθέντες Her. — совершив переправу
; 3) извлекать, выхватывать
ex. (ξίφη κολεῶν διεπεραιώθη Soph.)