Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αφυσσω
ἀφύσσω
(fut. ἀφύξω - дор. ἀφυξῶ, Anth. ἀφύσω; aor. ἤφυσα - эп. ἄφυσσα) тж. med.
; 1) черпать, переливать, наливать
ex. (μέθυ ἐκ κρητῆρος и νέκταρ ἀπὸ κρητῆρος Hom.; δῶρα Διονύσου εἰς ἄγγεα Hes.; λοιβὰν ἐν κρατήρων γυάλοις Eur.)
; 2) собирать, сгребать
ex. (φύλλα ἠφυσάμην Hom.)
; 3) копить, накапливать
ex. (ἄφενος καὴ πλοῦτον Hom.)
; 4) проникать внутрь, врезываться
ex. (διὰ δ΄ ἔντερα χαλκὸς ἤφυσε Hom. - v. l. διαφύσσω in tmesi)