Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ανατελλω
ἀνατέλλω
ἀνα-τέλλω
поэт. ἀντέλλω
; 1) выращивать или (по)рождать, производить, создавать
ex. (ἀμβροσίην τοῖς ἵπποις Hom.; Δήμητρος στάχυν Aesch.; μυρία κακὰ ἀπό τινος Soph.; φλόξ ἀνατελλομένα Pind.)
ἀ. τὸν ἥλιον NT. — велеть восходить солнцу
; 2) вытекать
ex. (ἐκ τῆς λίμνης Her.)
; 3) восходить
ex. (πρὸς ἠέλιον ἀνατέλλοντα Her.; σελήνη ἀνατέλλει Arph.)
; 4) подниматься, вздыматься
ex. (καπνὸς ἀνατέλλων Plut.)
; 5) вырастать
ex. (ἀντέλλουσα θρίξ Aesch.; ὀδόντες ἀνατέλλουσιν Arst.)