Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κροκαλη
κροκάλη
(ᾰ) ἡ
; 1) голыш, галька
ex. αἰών μ΄ ἔτριψεν κροκάλαις ἴσον Anth. — время обточило меня словно (море) гальку
; 2) тж. pl. морской берег, взморье
ex. (Σικελική Anth.)
παρὰ κροκάλαις Eur. — на берегу моря