Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συσπειραω
συσπειράω
συ-σπειράω свертывать, уплотнять, сосредоточивать:
τάξις συνεσπειραμένη Xen. сомкнутый строй;
συσπειρᾶσθαι ἐπὶ τὴν Μουνυχίαν Xen. двигаться сомкнутыми рядами на Мунихию;
συσπειρᾶσθαι διὰ τὸ ῥιγοῦν Plut. свертываться от холода;
συνεσπειραμένοι περὶ τὸ ἅρμα Plut. густо окружавшие колесницу;
συσπειρᾶσθαι εἰς τὰ χρήσιμα Plut. сосредоточиваться на полезном;
πλόκαμος συνεσπειραμένος ἐς τοὐπίσω Luc. закрученные назад волосы.