Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιπετομαι
ἐπιπέτομαι
ἐπι-πέτομαι
(fut. ἐπιπτήσομαι, aor. 2 ἐπεπτόμην; см. тж. * ἐπιπέταμαι)
; 1) влетать
ex. (ὀϊστὸς καθ΄ ὅμιλον ἐπιπτέσθαι μενεαίνων Hom.)
; 2) (над кем-л. или чем-л.) лететь, пролетать
ex. (τινι εἰπόντι Hom.; πόλει τινί Arph.)
; 3) прилетать, слетаться
ex. (ἐπὴ πάντα τὰ λεγόμενα Plat.; ἐπὴ τέν ναῦν Luc.)
; 4) облетать
ex. (πεδία καρποφόρα Eur.; γην καὴ θάλασσαν Arph.)