Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κονια
κονία
κονίᾱ
эп.-ион. κονίη (ῐ, но ῑ в трехсложных формах и в арсисе последней стопы у Hom.) ἡ тж. pl.
; 1) пыль, песок, прах
ex. (ὦρτο κ. ἐκ πεδίου Hom.; πεσεῖν ἐν κονίῃσι Hom., Hes.)
; 2) пепел, зола
ex. (καθέζετο ἐπ΄ ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσιν, sc. Ὀδυσσεύς Hom.)
; 3) щелок
ex. (κ. γίνεται ὕδατος εἰς τέφραν ἐμπεσόντος Plut.)
λοῦσαι ἄνευ κονίας Arph. — мыть без щелока, перен. без затруднений