Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αναβλαστανω
ἀναβλαστάνω
ἀνα-βλαστάνω
; 1) вновь вырастать, произрастать
ex. (τὰ ἐκ γῆς ἀναβλαστάνοντα Plat.; ἄγρωστις ἀναβλαστάνουσα Plut.)
; 2) расцветать, достигать процветания
ex. (αἱ Συρήκουσαι ἀνέβλαστον Her.)
; 3) возникать, появляться
ex. οὐ μή τι ἀναβλαστήσει Her. — ничего такого (дурного) не приключится