Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δυσχερεια
δυσχέρεια
δυσ-χέρεια
ἡ
; 1) тяжесть, обременительность
ex. (φορήματος Soph.)
; 2) тягостность, мучительность
ex. (νοσήματος Soph.; κτήσεως Plat.; τῶν πραγμάτων Plut.)
; 3) затруднение, трудность, хлопоты, беспокойство, неудобство, неприятность
ex. (εἰς δυσχερείας ἐμπεσεῖν Polyb.; τὰς δυσχερείας ὑπεριδεῖν Isocr.; ἀπορίαι καὴ δυσχέρειαι Arst.; ἡ περὴ τέν διοίκησιν δ. Plut.)
; 4) неудовольствие, недовольство, досада
ex. (ὁ οὐρανὸς ἀπαθές πάσης θνητῆς δυσχερείας Arst.)
; 5) привередливость, неудовлетворенность
ex. (δ. τι φύσεως Plat.)