Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αμορφος
ἄμορφος
ἄ-μορφος
adj.=2 2
; 1) некрасивый, безобразный, уродливый
ex. (γυνή Her.; σῶμα, στολή Eur.; μῦθος Plat.)
καμὼν ἀμορφότερος Xen. — подурневший от болезни
; 2) бесформенный
ex. (εἶος Plat.; sc. ὕλη Arst.; κυήματα Plut.)
ἄ. τινος Plat. — не принявший форму чего-л.