Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συγκαταφερω
συγκαταφέρω
συγ-καταφέρω
вместе уносить, увлекать
ex. (συγκαταφέρεσθαι ὑπὸ τῶν ποταμῶν Arst.)
σ. τι τῇ ῥύμῃ τῆς φορᾶς Plut. — стремительно нести с собою;
συγκαταφερόμενος τῇ καθωμιλημένῃ δόξῃ Polyb. — увлеченный всеобщим мнением;
συγκατηνέχθη τῷ βάρει τῆς πληγῆς Diod. — он упал под тяжестью удара