Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξειργω
ἐξείργω
ἐξ-είργω
I.
; 1) изгонять
ex. (τινὰ θύραζε Arph.; πληγαῖς τινα Plat.; τὰ λῃστήρια τῆς θαλάσσης Plut.)
; 2) закрывать доступ, не допускать
ex. (τινὰ τῆς ἀγορᾶς Plat.; ἐκ τῶν ἱερῶν Lys.)
χρόνου καιρὸν ἐ. τινί Soph. — лишать кого-л. удобного случая (действовать);
ἐξείργεσθαι τοῦ λέγειν Plut. — быть лишенным права выступать (на собраниях)
; 3) запрещать, мешать
ex. (τῶνδ΄ οὐδὲν ἐξείργει νόμος Eur.; πολέμοις οἰκείοις ἐξειργόμενοι Thuc.)
ὅταν μέ ἡ ὥρα τοῦ ἔτους ἐξείργῃ Xen. — если не препятствует время года
II.
ион. ἐξέργω заставлять, принуждать, pass. быть вынужденным
ex. (ἀναγκαίῃ Her.; ὑπὸ τοῦ νόμου Her. и τῷ νόμῳ Thuc.)