Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κεραυνιος
κεραύνιος
adj.=2 2 и adj.=3 3
; 1) громовой, грозовой
ex. (φλόξ, βολαί Aesch.; πέμφιξ Soph.; πλαγή, λαμπάδες, πλῆκτρον Eur.; πῦρ, ὕδατα καὴ πνεύματα Plut.)
; 2) поражающий громом
ex. (Ζεύς Arst.)
; 3) пораженный громом (sc. Σεμέλη Soph.; Καπανέως δέμας Eur.)