Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ευαρμοστια
εὐαρμοστία
εὐ-αρμοστία
ἡ соразмерность, слаженность, гармоничность, уравновешенность
ex. (ψυχῆς πρὸς τὰς ἡδονὰς καὴ λύπας Plat.; pl. τῶν λεγομένων Isocr.; εὐ. καὴ ἀνάμιξις πάντων Plut.)
εὐ. πρὸς ἔντευξιν Plut. — приветливое обхождение