Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
πλαισιον
πλαίσιον
τό
; 1) прямоугольник
ex. ἐν ὑψηλῷ πλαισίῳ Plut. — на четырехугольном возвышении
; 2) прямоугольный ящик Plut.
; 3) воен. прямоугольная колонна, каре
ex. (τὰ κέρατα τοῦ πλαισίου Xen.; τὸ ἐν πλαισίῳ τεταγμένον στράτευμα Thuc.)