Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διακινεω
διακινέω
δια-κῑνέω
; 1) приводить в движение, сдвигать, передвигать, двигать ex. (τὸ προσκεφάλαιον Plut.; ὁ ἀέρ ἀεὴ διακινεῖται Arst.); med. шевелиться
ex. (ὁ σκύμνος ἐν τῇ μητρὴ ἐὼν διακινεόμενος Her.)
; 2) колебать, расшатывать, подрывать, разрушать
ex. (τὰ πεπραγμένα Thuc.)
; 3) будить, возбуждать
ex. (τὸν νοῦν τινος Arph.)
; 4) призывать к восстанию, возмущать
ex. (τὰ συμμαχικά Plut.)