Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
διαστιλβω
διαστίλβω
δια-στίλβω
; 1)
светиться, блестеть
ex. (πρὸς τὸν ἥλιον
Arph.
; τὸ χρυσίον διαστίλβει
Plut.
)
; 2)
просвечивать, виднеться
ex. (πλοκαμῖσι διαστίλβουσιν ἄκανθαι
Anth.
)
шведско-русский словарь
, и язык
латинский словарь
,
чешский словарь
,
грузинский словарь
,
каталог 3d моделей
,