Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ενσκευαζω
ἐνσκευάζω
ἐν-σκευάζω
; 1) готовить, приготовлять
ex. (δεῖπνον Arph.)
; 2) одевать, наряжать ex. (τινὰ ἱματίῳ Plut.; τινὰ τῇ λεοντῇ, med. τέν θεόν Luc.); med. одеваться
ex. (ἀναξυρίσι καὴ χειρίσιν ἐνεσκευασμένος Plut.)
; 3) обувать
ex. (ὑποδήμασιν Plut.)
; 4) med. снабжать
ex. (τινὰ τῇ λύρᾳ Luc.)
; 5) med. вооружаться
ex. (δεῖ ἐ. τοὺς ἱππέας Xen.)