Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προστριβω
προστρίβω
προσ-τρίβω
(ῑ)
; 1) тереть, натирать, обтирать
ex. (τὰ βράγχια προστρίβοντα Arst.)
προστετριμμένος τινί Aesch. — обтершийся обо что-л., т.е. очистившийся общением с чем-л.
; 2) тж. med., перен. сообщать, уделять, придавать
ex. (τὸ ἀνθρώπειον πάθος τοῖς θεοῖς Diog.L.)
πλούτου δόξαν προστρίβεσθαί τινι Dem. — приписывать кому-л. богатство;
τὰς αἰτίας τινὴ προστριβόμενος Plut. — сваливая на кого-л. вину
; 3) преимущ. med. навлекать, налагать
ex. (γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται Aesch.)
πληγὰς προστρίβεσθαί τινι Arph. — наносить кому-л. побои
; 4) med. причинять
ex. (συμφοράν τινι Dem.)
προστρίψασθαί τινι ἀνάγκην τινός Plut. — принудить кого-л. к чему-л.