Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκκρεμαννυμι
ἐκκρεμάννυμι
ἐκ-κρεμάννῡμι
(fut. ἐκκρεμάσω)
; 1) привешивать
ex. (τι ἐκ τοῦ λάρυγγος Arph.; λίθον τοῦ ποδός Anth.)
; 2) ставить в зависимость, связывать
ex. (ἐλπίδας εἴς τι Anth.)
; 3) med. хвататься, цепляться
ex. (τῶν ἀπιόντων Thuc.; τῶν πηδαλίων Luc.; τοῦ φορείου Plut.)
Ἄρεος ἐκκρεμάννυσθαι Eur. — быть преданным Арею, т.е. быть воинственным