Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διανισταμαι
διανίσταμαι
δι-ανίστᾰμαι
(aor. διανέστην, pf. διανέστηκα)
; 1) подниматься, вставать
ex. (νύκτωρ Arst.; ἐκ τῆς ἐνέδρας Polyb.)
; 2) устремляться навстречу
ex. (ἐπὴ τοὺς ἐπικειμένους Polyb.)
; 3) отклоняться, уклоняться
ex. τῶν ἀναγκαίων ξυμφόρων διαναστάς Thuc. — пожертвовав очевидными преимуществами