Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
κακοηθεια
κακοήθεια
κᾰκο-ήθεια
ион.
κᾰκοηθίη
ἡ
; 1)
дурные привычки, некрасивый образ действий
ex. (κακοηθείας καταφρονεῖν
Xen.
)
; 2)
дурной характер, злой нрав, злость
Plat.
,
Arst.
,
Plut.
,
NT.